- περισσόπους
- περισσό-πους, ὁ, ἡ, gen. ποδος,A with a foot too many, Nonn.D.7.43 (of old age).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περισσόπους — οδος, ὁ, ἡ, ΜΑ μσν. φρ. «κόμμα περισσόπουν» μικρό κώλον που αποτελείται από άνισο αριθμό ποδών (Τζέτζ.) αρχ. (σχετικά με τη βακτηρία τού γήρατος) αυτός που χρησιμοποιεί ένα πόδι περισσότερο, με ένα πόδι παραπάνω («Τρομερῇσι περισσοπόδεσσι… … Dictionary of Greek
περισσοπόδεσσι — περισσόπους with a foot too many masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek